- περηφανεύομαι
- περηφανεύομαι, περηφανεύτηκα βλ. πίν. 18
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
περηφανεύομαι — 1. πιστεύω στην ηθική αξία τού εαυτού μου ή κάποιας πράξης που έχει στενή σχέση μ εμένα και καυχιέμαι γι αυτά, είμαι περήφανος, υψηλόφρων 2. είμαι αλαζόνας, φέρομαι στους άλλους υπεροπτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερηφανεύομαι με σίγηση τού αρκτικού… … Dictionary of Greek
περηφανεύομαι — περηφανεύτηκα 1. είμαι περήφανος, αξιοπρεπής. 2. δεν καταδέχομαι, είμαι ακατάδεχτος: Περηφανεύτηκε τελευταία πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψηλαρμενίζω — περηφανεύομαι, μεγαλοπιάνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταγαυριώμαι — καταγαυριῶμαι, άομαι και όομαι (Μ) περηφανεύομαι πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γαυριῶμαι «περηφανεύομαι»] … Dictionary of Greek
συγγαυριώ — όω, Α περηφανεύομαι, καμαρώνω και εγώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γαυριῶ «περηφανεύομαι, καμαρώνω» (< γαῦρος «καμαρωτός, περήφανος»)] … Dictionary of Greek
αύχη — αὔχη, η (Α) καύχηση, κομπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυχώ ( έω) «καυχιέμαι, περηφανεύομαι), με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
εγκαλλωπίζομαι — (AM ἐγκαλλωπίζομαι Μ και ἐγκαλλωπίζω) 1. περηφανεύομαι, καυχιέμαι 2. καμαρώνω μσν. ( ω) ομορφαίνω κάτι … Dictionary of Greek
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
περηφάνεση — η, Ν [περηφανεύομαι] περηφάνιση και περηφάνεψη, Ν η περηφάνια … Dictionary of Greek